равняться - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

равняться - translation to πορτογαλικά


равняться      
(считать себя равным) igualar-se, equiparar-se, comparar-se ; (следовать примеру) procurar igualar, tomar como exemplo ; (в одну линию) alinhar-se, perfilar-se ; (быть равным) equivaler ; ser igual
correr parelhas      
равняться, тягаться
alinhar-se com      
равняться на

Ορισμός

равняться
несов.
1) а) Представляя собою какое-л. число, какую-л. величину, быть равным чему-л.
б) перен. Быть равносильным чему-л.
2) разг. Сравнивая себя с кем-л. или чем-л., признавать равным; соперничать, тягаться.
3) Страд. к глаг.: равнять (2).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για равняться
1. Минимальная платежная ведомость должна равняться $40,7 млн.
2. На "Металлург" всем остальным командам надо равняться.
3. Но равняться с футболистами нам, конечно, сложно.
4. На такого человека, думаю, стоит равняться многим.
5. Равняться на признанные образцы, разумеется, не зазорно.